Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Από την Τόνια Δαβερώνα
 
Ακόμα θυμάμαι το πρώτο καλοκαίρι που κατέβηκαγια πρώτη φορά στη Κρήτη, για να γνωρίσω το χωριό μου. Σκαρφαλώμένο στη Σάμητο, απέναντι από τον Ψηλορείτη, ένα τόσο δα χωριουδάκι ξεχασμένο από τον χρόνο, γεμάτο από φιλόξενους ανθρώπους και ζεστά σπιτικά. Εκεί για πρώτη φορά άκουσα τους ήχους της φύσης, αυτούς που στην Αθήνα δεν τους ακούς ποτέ. Ο κόκορας τσακωνόταν με τη νύχτα, ο γάϊδαρος διαμαρτύροταν για το καθημερινό του χαμαλίκι, τα τζιτζίκια διοργανώνανε μονίμως πάρτυ και στην παλιά βρύση του χωριού όπου οι γυναίκες συνήθιζαν να πλένουν στις γούρνες τα ρούχα, οι βάτραχοι έπαιζαν παιχνίδια κυριαρχίας. Αυτό όμως που έχει χαραχτεί στο μυαλό μου, είναι οι μυρωδιές και οι γεύσεις του χωριού. 
Το πρωί συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στα χωράφια. Ακολουθούσαμε το ποταμάκι, κρατώντας καλαθάκια στα χέρια για να φτάσουμε σε ένα  χωράφι όπου υπήρχε μια συκιά και  να τα γεμίσουμε. Αφού γεμίζαμε τα καλάθια μας, ξεχυνόμασταν και μαζεύαμε διάφορα αρωματικά φυτά όπως ρίγανη, θυμάρι και λουίζα για να τα αποξηράνουμε και να τα έχουμε για τον χειμώνα. Το καλυτερό μου όμως, ήταν να μαζεύω βατόμουρα από τους αγκαθωτούς θάμνους. Δεν προλάβαινε τίποτα να μπει στο καλάθι. Μάταια μου φωνάζανε ότι τα θέλανε για να φτιάξουν μαρμελάδα. Έτσι όπως ήταν μπορντωκόκκινα, έλιωναν στο στόμα μου και μου πρόσφεραν μια απίστευτη γλυκάδα.
Το μεσημέρι γυρνάγαμε στο σπίτι όπου και μας περίμενε η θεία η Μαρία με ζεστό, σπιτικό φαγητό. Σε μια μικρή αυλή, που στη μέση υπήρχε μια λεμονιά, στήναμε το τραπέζι και απολαμβάναμε το μεσημεριανό μας. Κάθε μέρα, μα πραγματικά κάθε μέρα, τρώγαμε κυδωνάτες τηγανητές πατάτες, τηγανισμένες πάντα σε ελαιόλαδο και πασπαλισμένες με χοντρο αλάτι και γραβιέρα Κρήτης, φτιαγμένη από γειτονικό μικρό τυροκομείο. Κάποιες φορές τρώγαμε τηγανητό κουνέλι σερβιρισμένο σε φρέσκα φύλλα λεμονιάς και κάποιες άλλες φορές τρώγαμε χωριάτικα φρέσκα τηγανητά αυγά με απάκι. Και όταν τελειώναμε το φαγητό μας, η θεία και ο θείος πίνανε ένα ποτηράκι κρασί για να ξεμπομπουρμπουλιάνουνε, όπως έλεγαν.
Τώρα έχει έρθει ο καιρός, που κατεβάζω εγώ τα παιδιά μου στο χωριό και ζούνε από κοντά την αγροτική ζωή, έτσι ώστε την κότα και τον κόκορα να μην τα μάθουνε από τα βιβλία, αλλά να τα αγγίξουν και να τα δούνε από κοντά.
 
 
Κολοκυθοανθοί με μυζήθρα
Υλικά
20 ανθοί
¾ μαλακή, γλυκιά μυζήθρα
2 με 3 κουταλιές της σούπας ψιλοκομμένο δυόσμο ( δεν βάζουμε πάρα πολύ δυόσμο, για να μην πικρήσει)
μαύρο πιππέρι
1 κούπα αλεύρι 
2 κούπες χλιαρό νερό
½ φλυτζάνι ελαιόλαδο
1 αυγό προαιρετικά
 
Οδηγίες:
Παίρνουμε τους ανθούς και τους πλένουμε. Σε ένα μπωλ, βάζουμε την μυζήθρα μας με το λάδι και τη ζυμώνουμε. Προσθέτουμε το πιππέρι μας και τον δυόσμο. Γεμίζουμε τους ανθούς με τη μυζήθρα και τους κλείνουμε. Σε μια λεκανίτσα, ανακατεύουμε το αλεύρι με το χλιαρό νερό εώς ότου γίνει ένας ωραίος χυλός. Αν θέλουμε προσθέτουμε και ένα αυγό στο χυλό και οπωσδήποτε τον αλατίζουμε. Βουτάμε τους ανθούς στο χυλό και τους τηγφανίζουμε σε καυτό ελαιόλαδο. Τους σερβίρουμε με μαύρο πιππεράκι.